- ακρύσταλλος
- η , ο [ος , ον ] мин. некристаллический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀκρύσταλλος — free from ice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρύσταλλος — ον [κρύσταλλος] αυτός που δεν έχει κρυστάλλους, πάγο, ο μη παγωμένος … Dictionary of Greek